Letthet på gresk
Oversettelse: letthet, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
ευχέρεια, ευκολία, απλότητα, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: letthet
letthet antonymer, letthet betydning, letthet bomull, letthet definisjon, letthet engelsk, letthet språk ordbok gresk, letthet på gresk
Oversettelser
- lette på gresk - ασανσέρ, διευκολύνω, καταπραΰνω, υψώνω, άνεση, σηκώνω, φως, ...
- lettelse på gresk - ανάγλυφος, εκτόνωση, ανακούφιση, αρωγή, ανακούφισης, ελάφρυνση, αρωγής, ...
- lettroende på gresk - μωρόπιστος, εύπιστος, αφελείς, εύπιστους, αφελείς οι, εύπιστη
- leve på gresk - μένω, βρίσκομαι, διανύω, ζωντανός, είμαι, ζω, ζουν, ...
Tilfeldige ord
Letthet på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: ευχέρεια, ευκολία, απλότητα, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση
Oversettelser: ευχέρεια, ευκολία, απλότητα, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση