Motvilje på gresk
Oversettelse: motvilje, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αντιπάθεια, αποστροφή, απροθυμία, απροθυμίας, την απροθυμία, διστακτικότητα, επιφυλάξεις
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: motvilje
motvilje antonymer, motvilje betydning, motvilje definisjon, motvilje engelsk, motvilje grammatikk, motvilje språk ordbok gresk, motvilje på gresk
Oversettelser
- mottakelse på gresk - ρεσεψιόν, λήψη, υποδοχή, δεξίωση, υποδοχής
- motvekt på gresk - αντίβαρο, αντισταθμίζεται, αντισταθμίζονται, αντισταθμίστηκε, περονοφόρα, αντισταθμιστεί
- motvillig på gresk - διστακτικός, απρόθυμος, απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό
- motvirke på gresk - εξουδετέρωση, εξουδετερώσουν, την αντιμετώπιση, αντιμετώπιση, εξουδετερώσει
Tilfeldige ord
Motvilje på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αντιπάθεια, αποστροφή, απροθυμία, απροθυμίας, την απροθυμία, διστακτικότητα, επιφυλάξεις
Oversettelser: αντιπάθεια, αποστροφή, απροθυμία, απροθυμίας, την απροθυμία, διστακτικότητα, επιφυλάξεις