Motvillig på gresk
Oversettelse: motvillig, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
διστακτικός, απρόθυμος, απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: motvillig
motvillig antonymer, motvillig betydning, motvillig blogg, motvillig brud i kalevala, motvillig definisjon, motvillig språk ordbok gresk, motvillig på gresk
Oversettelser
- motvekt på gresk - αντίβαρο, αντισταθμίζεται, αντισταθμίζονται, αντισταθμίστηκε, περονοφόρα, αντισταθμιστεί
- motvilje på gresk - αντιπάθεια, αποστροφή, απροθυμία, απροθυμίας, την απροθυμία, διστακτικότητα, επιφυλάξεις
- motvirke på gresk - εξουδετέρωση, εξουδετερώσουν, την αντιμετώπιση, αντιμετώπιση, εξουδετερώσει
- mudder på gresk - λάσπη, ίζημα, γλίτσα, κοπριά, βρομιά, βόρβορος, στάζω, ...
Tilfeldige ord
Motvillig på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: διστακτικός, απρόθυμος, απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό
Oversettelser: διστακτικός, απρόθυμος, απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό