Påvirke på gresk
Oversettelse: påvirke, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
κίνηση, ορμή, μετακομίζω, παριστάνω, σύγκρουση, πινελιά, επηρεάζω, σαλεύω, επενεργώ, επιρροή, αγγίζω, επίδραση, κρούση, επενέργεια, κινώ, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: påvirke
påvirke antonymer, påvirke arbeidsmiljøet positivt, påvirke betydning, påvirke definisjon, påvirke english, påvirke språk ordbok gresk, påvirke på gresk
Oversettelser
- påtrengende på gresk - παρεμβατική, ενοχλητικές, παρεμβατικό, αδιάκριτο, οχληρά
- påtvinge på gresk - επιβάλλω, Επιβλητικά, Η επιβολή, επιβολή, την επιβολή, για την επιβολή
- påvirkning på gresk - επενέργεια, επενεργώ, επιρροή, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, ...
- pære på gresk - γλόμπος, απίδι, βολβός, αχλάδι, λαμπτήρα, λάμπα, βολβού, ...
Tilfeldige ord
Påvirke på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: κίνηση, ορμή, μετακομίζω, παριστάνω, σύγκρουση, πινελιά, επηρεάζω, σαλεύω, επενεργώ, επιρροή, αγγίζω, επίδραση, κρούση, επενέργεια, κινώ, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Oversettelser: κίνηση, ορμή, μετακομίζω, παριστάνω, σύγκρουση, πινελιά, επηρεάζω, σαλεύω, επενεργώ, επιρροή, αγγίζω, επίδραση, κρούση, επενέργεια, κινώ, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει