Saklig på gresk
Oversettelse: saklig, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
πραγματικός, αληθινός, πραγματικών, πραγματικές, πραγματικά, πραγματική, πραγματικό
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: saklig
saklig antonymer, saklig argumentasjon, saklig begrunnet oppsigelse, saklig betydning, saklig definisjon, saklig språk ordbok gresk, saklig på gresk
Oversettelser
- sak på gresk - αντικείμενο, νοιάζομαι, υπήκοος, ύλη, θέμα, υποκείμενο, πράγμα, ...
- sakkyndig på gresk - ειδικός, εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
- saks på gresk - ψαλίδι, ψαλίδια, το ψαλίδι, ψαλιδιού, ψαλιδιών
- sal på gresk - μαγαζί, αίθουσα, άλας, Sal, Σαλ, ταση, δαίΐ
Tilfeldige ord
Saklig på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: πραγματικός, αληθινός, πραγματικών, πραγματικές, πραγματικά, πραγματική, πραγματικό
Oversettelser: πραγματικός, αληθινός, πραγματικών, πραγματικές, πραγματικά, πραγματική, πραγματικό