Samle på gresk
Oversettelse: samle, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
συλλέγω, ενοποιώ, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, περισυλλέγω, μαζεύω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: samle
samle alle lån et sted, samle antonymer, samle betydning, samle definisjon, samle engelsk, samle språk ordbok gresk, samle på gresk
Oversettelser
- samfunnsliv på gresk - κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, κοινωνία της
- samkvem på gresk - συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία
- samler på gresk - συλλέκτης, συγκεντρώνει, συλλέγει, σουφρωμάτων, συγκεντρώνεται, πτυχώσεις
- samling på gresk - σύναξη, συναρμολόγηση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Tilfeldige ord
Samle på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: συλλέγω, ενοποιώ, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, περισυλλέγω, μαζεύω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Oversettelser: συλλέγω, ενοποιώ, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, περισυλλέγω, μαζεύω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή