Sentralisering på gresk
Oversettelse: sentralisering, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού, κεντροποίηση
Andre språk
Relaterte ord: sentralisering
sentralisering antonymer, sentralisering av makt, sentralisering av politiet, sentralisering av sykehus, sentralisering betydning, sentralisering språk ordbok gresk, sentralisering på gresk
Oversettelser
- sentimental på gresk - συναισθηματικός, μεμψίμοιρος, συναισθηματική, συναισθηματικό, συναισθηματικές, συναισθηματικούς, συναισθηματικής
- sentral på gresk - κεντρικός, Κεντρική, Κεντρικής, Central, της Κεντρικής
- sentrifugere på gresk - φυγοκέντρηση, φυγοκέντριση, φυγοκέντρησης, η φυγοκέντρηση, φυγοκέντρισης
- sentrum på gresk - κέντρο, μεσαίος, μέση, κέντρο της, κέντρου, το κέντρο, κέντρο του
Tilfeldige ord
Sentralisering på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού, κεντροποίηση
Oversettelser: συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού, κεντροποίηση