Skille på gresk
Oversettelse: skille, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
ιδιαίτερος, χωριστός, αποκόβω, κόβω, χωρίζω, ξεχωριστός, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: skille
galvanisk skille, skille antonymer, skille betydning, skille definisjon, skille egg, skille språk ordbok gresk, skille på gresk
Oversettelser
- skikkelse på gresk - μορφώνω, αριθμός, πρόσωπο, διαμορφώνω, σχηματίζω, μορφή, δελτίο, ...
- skill på gresk - χωρισμός, χωρίστρα, αποκόλληση, αποχωρισμού, χωρισμό, χωρισμού
- skilpadde på gresk - χελώνας, χελώνα, χελωνών, χελώνες
- skilsmisse på gresk - διαζύγιο, διαζυγίου, το διαζύγιο, του διαζυγίου, διαζυγίων
Tilfeldige ord
Skille på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: ιδιαίτερος, χωριστός, αποκόβω, κόβω, χωρίζω, ξεχωριστός, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
Oversettelser: ιδιαίτερος, χωριστός, αποκόβω, κόβω, χωρίζω, ξεχωριστός, διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση