Slitsom på gresk
Oversettelse: slitsom, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
πολύμοχθος, κοπιαστικός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουραστικά
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: slitsom
slitsom antonymer, slitsom barseltid, slitsom betydning, slitsom definisjon, slitsom engelsk, slitsom språk ordbok gresk, slitsom på gresk
Oversettelser
- slitasje på gresk - φθορά, αμυχή, απόξεση, τριβή, φορούν, φοράτε, φορέσει, ...
- slite på gresk - μόχθος, κόπος, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
- slokke på gresk - σβήνω, κατάσβεση, σβήσει, σβήσουν, την κατάσβεση, κατάσβεση της
- slott på gresk - μέγαρο, παλάτι, ανάκτορο, κάστρο, κάστρου, Castle, το κάστρο, ...
Tilfeldige ord
Slitsom på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: πολύμοχθος, κοπιαστικός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουραστικά
Oversettelser: πολύμοχθος, κοπιαστικός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουραστικά