Stiv på gresk
Oversettelse: stiv, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
ισχυρός, άκαμπτος, άτεγκτος, απότομος, αλύγιστος, γυμνός, απόκρημνος, σκέτος, αυστηρός, αδιάλλακτος, δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτο, δύσκαμπτο
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: stiv
hodepine stiv nakke, stiv antonymer, stiv betydning, stiv definisjon, stiv engelsk, stiv språk ordbok gresk, stiv på gresk
Oversettelser
- stinke på gresk - βρομιά, βρομώ, βρόμα, βρώμα, δυσωδία, βρωμάει, βρωμούσα του, ...
- stirre på gresk - ατενίζω, κοιτάζω, κοιτάζουν επίμονα, κοιτάζουν, κοιτάτε, επίμονα
- stivelse på gresk - κολλαρίζω, άμυλο, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο
- stivhet på gresk - ακαμψία, δυσκαμψία, ακαμψίας, δυσκαμψίας, σκληρότητα
Tilfeldige ord
Stiv på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: ισχυρός, άκαμπτος, άτεγκτος, απότομος, αλύγιστος, γυμνός, απόκρημνος, σκέτος, αυστηρός, αδιάλλακτος, δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτο, δύσκαμπτο
Oversettelser: ισχυρός, άκαμπτος, άτεγκτος, απότομος, αλύγιστος, γυμνός, απόκρημνος, σκέτος, αυστηρός, αδιάλλακτος, δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτο, δύσκαμπτο