Stolt på gresk
Oversettelse: stolt, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
περήφανος, καμαρωτός, υπερήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανοι για
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: stolt
stolt antonymer, stolt betydning, stolt bolig, stolt bygg, stolt dagali, stolt språk ordbok gresk, stolt på gresk
Oversettelser
- stokk på gresk - σκυτάλη, χώνω, προσωπικό, μπαστούνι, καλάμι, ζαχαροκάλαμο, ζαχαροκάλαμου, ...
- stol på gresk - καρέκλα, έδρα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
- stolthet på gresk - καμάρι, έπαρση, υπερηφάνεια, υπερηφάνειας, περηφάνια, την υπερηφάνεια
- stopp på gresk - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Tilfeldige ord
Stolt på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: περήφανος, καμαρωτός, υπερήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανοι για
Oversettelser: περήφανος, καμαρωτός, υπερήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανοι για