Storartet på gresk
Oversettelse: storartet, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
λαμπερός, σπουδαίος, μεγάλος, έξοχος, λαμπρός, φανταστικός, υπέροχα, μεγαλοπρεπώς, θαυμάσια, μεγαλόπρεπα, θεαματικά
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: storartet
storartet antonymer, storartet betydning, storartet betyr, storartet definisjon, storartet engelsk, storartet språk ordbok gresk, storartet på gresk
Oversettelser
- stoppested på gresk - Stopover, Ενδιάμεσος σταθμός, Ενδιάμεση Στάση, στην ενδιάμεση στάση, σε ενδιάμεση στάση
- stor på gresk - ψηλός, τεράστιος, ογκώδης, μεγάλος, απίθανος, μεγάλο, μεγάλη, ...
- storhet på gresk - μεγαλείο, το μεγαλείο, μεγαλείου, μεγαλοσύνη
- stork på gresk - πελαργός, Stork, πελαργού, πελαργό, πελαργών
Tilfeldige ord
Storartet på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: λαμπερός, σπουδαίος, μεγάλος, έξοχος, λαμπρός, φανταστικός, υπέροχα, μεγαλοπρεπώς, θαυμάσια, μεγαλόπρεπα, θεαματικά
Oversettelser: λαμπερός, σπουδαίος, μεγάλος, έξοχος, λαμπρός, φανταστικός, υπέροχα, μεγαλοπρεπώς, θαυμάσια, μεγαλόπρεπα, θεαματικά