Tilgivelse på gresk
Oversettelse: tilgivelse, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
συγχωρώ, συγχώρηση, χάρη, συγχώρεση, συγχώρεσης, τη συγχώρεση, συγγνώμη
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: tilgivelse
tilgivelse antonymer, tilgivelse betydning, tilgivelse definisjon, tilgivelse engelsk, tilgivelse er ikke å glemme, tilgivelse språk ordbok gresk, tilgivelse på gresk
Oversettelser
- tilgang på gresk - προσχώρηση, άνοδος, ένταξη, απόκτημα, πρόσβαση, Η πρόσβαση, Access, ...
- tilgi på gresk - χάρη, συγχωρώ, συγχώρηση, συγχωρήσει, συγχωρεί, συγχωρήσω, συγχωρέσει
- tilgjengelig på gresk - ευπρόσιτος, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, διαθέσιμη
- tilhenger på gresk - νταλίκα, υποστηρικτής, οπαδός, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, ...
Tilfeldige ord
Tilgivelse på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: συγχωρώ, συγχώρηση, χάρη, συγχώρεση, συγχώρεσης, τη συγχώρεση, συγγνώμη
Oversettelser: συγχωρώ, συγχώρηση, χάρη, συγχώρεση, συγχώρεσης, τη συγχώρεση, συγγνώμη