Trengsel på gresk
Oversettelse: trengsel, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
πλήθος, συναθροίζομαι, συρρέω, συνωστισμός, συνωστισμό, παραγκωνισμού, συνωστισμού, ο συνωστισμός
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: trengsel
blåbærsnurrer i trengsel, rejer i trengsel, reker i trengsel, trengsel antonymer, trengsel betydning, trengsel språk ordbok gresk, trengsel på gresk
Oversettelser
- trene på gresk - πούλμαν, τρένο, αμαξοστοιχία, εκπαιδεύω, προπονητής, προπονώ, άμαξα, ...
- trenge på gresk - απαιτώ, χρειάζομαι, ανάγκη, έλλειψη, θέλω, πρέπει, χρειάζεται, ...
- trening på gresk - εκπαίδευση, προπονούμενος, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
- treske på gresk - αλωνίζω, αλώνι, όρια τα, αλωνιού
Tilfeldige ord
Trengsel på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: πλήθος, συναθροίζομαι, συρρέω, συνωστισμός, συνωστισμό, παραγκωνισμού, συνωστισμού, ο συνωστισμός
Oversettelser: πλήθος, συναθροίζομαι, συρρέω, συνωστισμός, συνωστισμό, παραγκωνισμού, συνωστισμού, ο συνωστισμός