Tvil på gresk
Oversettelse: tvil, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αμφιβάλλω, αμφιβολία, αβεβαιότητα, αμφισβητώ, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
Andre språk
Relaterte ord: tvil
tvil 2014, tvil antonymer, tvil betydning, tvil definisjon, tvil engelsk, tvil språk ordbok gresk, tvil på gresk
Oversettelser
- tverr på gresk - βλοσυρός, σκυθρωπός, σπατάλη, Wasted, απίστευτη, φάσης, της φάσης
- tvetydig på gresk - διφορούμενος, ασαφής, διφορούμενη, διφορούμενο, διφορούμενες
- tvile på gresk - αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβάλλω, αμφισβήτησης, αμφισβήτηση, αμφιβολία για, αμφιβάλλει
- tvilling på gresk - δίδυμο, δίδυμος, μονά, δύο μονά, twin
Tilfeldige ord
Tvil på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αμφιβάλλω, αμφιβολία, αβεβαιότητα, αμφισβητώ, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
Oversettelser: αμφιβάλλω, αμφιβολία, αβεβαιότητα, αμφισβητώ, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση