Tvilsom på gresk
Oversettelse: tvilsom, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, αμφισβητήσιμη, αμφίβολο, αμφισβητήσιμο, αμφίβολη
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: tvilsom
tvilsom antonymer, tvilsom betydning, tvilsom definisjon, tvilsom engelsk, tvilsom grammatikk, tvilsom språk ordbok gresk, tvilsom på gresk
Oversettelser
- tvile på gresk - αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβάλλω, αμφισβήτησης, αμφισβήτηση, αμφιβολία για, αμφιβάλλει
- tvilling på gresk - δίδυμο, δίδυμος, μονά, δύο μονά, twin
- tvinge på gresk - εξαναγκάζω, βία, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
- tvist på gresk - ασυμφωνία, διχόνοια, διαμάχη, διένεξη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών
Tilfeldige ord
Tvilsom på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, αμφισβητήσιμη, αμφίβολο, αμφισβητήσιμο, αμφίβολη
Oversettelser: αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, αμφισβητήσιμη, αμφίβολο, αμφισβητήσιμο, αμφίβολη