Upartisk på gresk
Oversettelse: upartisk, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αμερόληπτα, αμεροληψία, με αμεροληψία, αμερόληπτο, πλήρη αμεροληψία
Andre språk
Relaterte ord: upartisk
upartisk anklage, upartisk antonymer, upartisk betydning, upartisk definisjon, upartisk dommer, upartisk språk ordbok gresk, upartisk på gresk
Oversettelser
- uorden på gresk - πάθηση, αταξία, διαταραχή, ακαταστασία, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του
- uordentlig på gresk - χαώδης, άτακτος, ακατάστατος, άτακτα, άτακτη, ομαλές, μη ομαλές, ...
- upassende på gresk - ακατάλληλος, ανάρμοστος, απρεπής, ακατάλληλη, ακατάλληλο, ανάρμοστο, ακατάλληλες
- upersonlig på gresk - απρόσωπος, απρόσωπη, απρόσωπο, απρόσωπες, απρόσωπα
Tilfeldige ord
Upartisk på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αμερόληπτα, αμεροληψία, με αμεροληψία, αμερόληπτο, πλήρη αμεροληψία
Oversettelser: αμερόληπτα, αμεροληψία, με αμεροληψία, αμερόληπτο, πλήρη αμεροληψία