Utførlig på gresk
Oversettelse: utførlig, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
γεμάτος, μεστός, ολικός, πλήρης, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει
Andre språk
Relaterte ord: utførlig
utførlig antonymer, utførlig betydning, utførlig definisjon, utførlig engelsk, utførlig grammatikk, utførlig språk ordbok gresk, utførlig på gresk
Oversettelser
- utforske på gresk - εξερευνώ, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
- utføre på gresk - εκτελώ, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
- utførsel på gresk - εξάγω, εξαγωγή, εξαγωγής, την εξαγωγή, εξαγωγές, περίπτωση εξαγωγής
- utgang på gresk - θέμα, διέξοδος, τεύχος, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, παραγωγής, ...
Tilfeldige ord
Utførlig på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: γεμάτος, μεστός, ολικός, πλήρης, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει
Oversettelser: γεμάτος, μεστός, ολικός, πλήρης, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει