Utforske på gresk
Oversettelse: utforske, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
εξερευνώ, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: utforske
utforske ambivalens, utforske antonymer, utforske betydning, utforske definisjon, utforske grammatikk, utforske språk ordbok gresk, utforske på gresk
Oversettelser
- utfordre på gresk - αντιστέκομαι, αψηφώ, πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
- utfordring på gresk - πρόκληση, προκαλώ, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
- utføre på gresk - εκτελώ, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
- utførlig på gresk - γεμάτος, μεστός, ολικός, πλήρης, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, ...
Tilfeldige ord
Utforske på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: εξερευνώ, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Oversettelser: εξερευνώ, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε