Utnytte på gresk
Oversettelse: utnytte, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: utnytte
utnytte andre, utnytte antonymer, utnytte betydning, utnytte bølgeenergi, utnytte definisjon, utnytte språk ordbok gresk, utnytte på gresk
Oversettelser
- utmerket på gresk - εξαίσιος, άριστος, άριστη, εξαιρετικές, άριστο, εξαιρετικό, εξαιρετική
- utnevne på gresk - διορίζω, προτείνω, διορίζει, διορίσει, διορίζουν, ορίσει, να διορίσει
- utpressing på gresk - εκβιασμός, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβίαση, του εκβιασμού
- utro på gresk - αναληθής, ψεύτικος, ψευδής, απίστευτος, Υπέροχη, απίστευτη, απίστευτο, ...
Tilfeldige ord
Utnytte på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Oversettelser: αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει