Utvide på gresk
Oversettelse: utvide, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
επεκτείνω, φαρδαίνω, εκτείνομαι, διευρύνω, φουσκώνω, διαστέλλω, πλαταίνω, εκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: utvide
utvide antonymer, utvide balkong, utvide betydning, utvide brøk, utvide definisjon, utvide språk ordbok gresk, utvide på gresk
Oversettelser
- utvendig på gresk - εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικές, εξωτερικά
- utvetydig på gresk - ξεκάθαρος, σαφής, κατηγορηματικά, απερίφραστα, σαφώς, μη διφορούμενο, αναμφίβολα
- utvidelse på gresk - έκταση, προέκταση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
- utvikle på gresk - αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, ...
Tilfeldige ord
Utvide på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: επεκτείνω, φαρδαίνω, εκτείνομαι, διευρύνω, φουσκώνω, διαστέλλω, πλαταίνω, εκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Oversettelser: επεκτείνω, φαρδαίνω, εκτείνομαι, διευρύνω, φουσκώνω, διαστέλλω, πλαταίνω, εκτείνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί