Utvilsom på gresk
Oversettelse: utvilsom, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητος
Andre språk
Relaterte ord: utvilsom
utvilsom antonymer, utvilsom betydning, utvilsom definisjon, utvilsom engelsk, utvilsom grammatikk, utvilsom språk ordbok gresk, utvilsom på gresk
Oversettelser
- utvikle på gresk - αναπτύσσω, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, ...
- utvikling på gresk - ανάπτυξη, προοδεύω, πρόοδος, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
- utvinning på gresk - εξαγωγή, καταγωγή, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
- utvisning på gresk - αποβολή, απέλαση, απέλασης, απομάκρυνσης, εκδίωξη
Tilfeldige ord
Utvilsom på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητος
Oversettelser: αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητος