Utvinning på gresk
Oversettelse: utvinning, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
εξαγωγή, καταγωγή, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: utvinning
utvinning antonymer, utvinning av gass, utvinning av gull, utvinning av hydrogen, utvinning av jern, utvinning språk ordbok gresk, utvinning på gresk
Oversettelser
- utvikling på gresk - ανάπτυξη, προοδεύω, πρόοδος, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
- utvilsom på gresk - αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητος
- utvisning på gresk - αποβολή, απέλαση, απέλασης, απομάκρυνσης, εκδίωξη
- utvungen på gresk - αυτεξούσιος, δωρεάν, τσάμπα, Διαθέσιμης, Διαθέσιμης Ισχύος, αβίαστα, αβίαστο, ...
Tilfeldige ord
Utvinning på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: εξαγωγή, καταγωγή, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης
Oversettelser: εξαγωγή, καταγωγή, ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης, ανάκαμψης