Vold på gresk
Oversettelse: vold, Ordbok: norsk » gresk
Kildespråk:
norsk
Målspråk:
gresk
Oversettelser:
εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Relaterte ord
Andre språk
Relaterte ord: vold
alternativ til vold, blind vold, erik vold, jan erik vold, psykisk vold, vold språk ordbok gresk, vold på gresk
Oversettelser
- voksen på gresk - ενήλικος, ενήλικας, μεγάλος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
- vokte på gresk - φρουρά, φρουρώ, φύλακας, φυλάω, φρουράς, προστατευτικό, προφυλακτήρα
- voldsom på gresk - άγριος, μανιασμένος, ακάθεκτος, απερίσκεπτος, βίαιος, ορμητικός, βίαιη, ...
- voldta på gresk - βιασμός, κράμβη, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
Tilfeldige ord
Vold på gresk - Ordbok: norsk » gresk
Oversettelser: εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βίας, της βίας, τη βία, η βία
Oversettelser: εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βίας, της βίας, τη βία, η βία