Único em grego
Tradução: único, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
ιδιόμορφος, πέλμα, μοναδικός, απόκοσμος, μονός, αποκλειστικά, ανύπαντρος, μοναχικός, εντελώς, μόνος, γλώσσα, μοναχός, ενικός, μονόκλινος, μόνο, ασυντρόφευτος, σόλα, μοναδικό, αποκλειστική
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: único
único guarulhos, único vereador do psd na câmara da lousã emigra por razões laborais, único amor, único significado, único adjetivo, único dicionário de língua grego, único em grego
Traduções
- último em grego - διαρκώ, αποθανών, αργά, όψιμος, αργός, περασμένος, φτουρώ, ...
- única em grego - βυθίζομαι, ναυαγώ, βυθίζω, νεροχύτης, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ...
- úteis em grego - εξυπηρετικός, χρήσιμος, Χρήσιμη, χρήσιμες, ως χρήσιμες, ήταν χρήσιμη
- útero em grego - μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
Palavras aleatórias
Único em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: ιδιόμορφος, πέλμα, μοναδικός, απόκοσμος, μονός, αποκλειστικά, ανύπαντρος, μοναχικός, εντελώς, μόνος, γλώσσα, μοναχός, ενικός, μονόκλινος, μόνο, ασυντρόφευτος, σόλα, μοναδικό, αποκλειστική
Traduções: ιδιόμορφος, πέλμα, μοναδικός, απόκοσμος, μονός, αποκλειστικά, ανύπαντρος, μοναχικός, εντελώς, μόνος, γλώσσα, μοναχός, ενικός, μονόκλινος, μόνο, ασυντρόφευτος, σόλα, μοναδικό, αποκλειστική