Abuso em grego
Tradução: abuso, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
βρίζω, κατάχρηση, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: abuso
abuso sexual, abuso de confiança, abuso de direito, abuso confiança fiscal, abuso de poder, abuso dicionário de língua grego, abuso em grego
Traduções
- abusar em grego - βρίζω, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, ...
- abusivo em grego - καταχρηστικός, υβριστικός, καταχρηστική, καταχρηστικές, καταχρηστικής, καταχρηστικών, καταχρηστικό
- abuso em grego - βρίζω, κατάχρηση, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, ...
- abóbada em grego - αψίδα, τρούλος, οικιακός, κατοικίδιος, καμάρα, θόλος, θόλο, ...
- abóbora em grego - κολοκύθα, κολοκύθι, ιθύνω, κυβερνώ, γρονθοκοπώ, διέπω, σκουός, ...
Palavras aleatórias
Abuso em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: βρίζω, κατάχρηση, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
Traduções: βρίζω, κατάχρηση, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων