Ajuizar em grego
Tradução: ajuizar, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
αξιολογώ, εκτιμώ, αναλογία, υπολογίζω, τιμή, δικαστής, δικαστή, κριτής, δικαστήριο, κριτή
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: ajuizar
ajuizar ação contra o inss, ajuizar a mesma ação duas vezes, ajuizar acao, ajuizar significado, ajuizar após deliberação mandado de segurança coletivo em defesa de seus inscritos, ajuizar dicionário de língua grego, ajuizar em grego
Traduções
- ajudar em grego - αρωγή, υπηρετώ, υποβοηθώ, βοηθώ, βοηθός, βοήθεια, επικουρία, ...
- ajuizado em grego - φασκομηλιά, σοφός, φασκόμηλο, συνετός, φρόνιμος, σοφό, σοφή, ...
- ajuntar em grego - μαζεύω, μαζεύομαι, συγκέντρωση, συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, ...
- ajustar em grego - συμφωνώ, ρυθμίζω, ικανότητα, νοστιμίζω, κανονίζω, φτιάχνω, προσαρμόζω, ...
Palavras aleatórias
Ajuizar em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: αξιολογώ, εκτιμώ, αναλογία, υπολογίζω, τιμή, δικαστής, δικαστή, κριτής, δικαστήριο, κριτή
Traduções: αξιολογώ, εκτιμώ, αναλογία, υπολογίζω, τιμή, δικαστής, δικαστή, κριτής, δικαστήριο, κριτή