Amealhar em grego
Tradução: amealhar, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
δεντρογέρακας, ενασχόληση, κομπόδεμα, χόμπι, απόθεμα, σανίδωμα, συσσώρευση, αποθησαύριση, αποθησαύρισης, επί κερδοσκοπία αποθεματοποίησης
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: amealhar
amealhar sinônimo, amealhar bens, ampliar sinonimo, amealhar significado, amealhar definição, amealhar dicionário de língua grego, amealhar em grego
Traduções
- ambulância em grego - νοσοκομειακό, ασθενοφόρο, ασθενοφόρων, ασθενοφόρου, το ασθενοφόρο, ασθενοφόρα
- ameace em grego - απειλώ, τρία, απειλεί, απειλούν, απειλεί την, κίνδυνος, απειλή
- ameaça em grego - απειλώ, απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο, κίνδυνος
- ameaçar em grego - τρία, απειλούν, απειλήσουν, απειλήσει, απειλεί, να απειλήσει
Palavras aleatórias
Amealhar em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: δεντρογέρακας, ενασχόληση, κομπόδεμα, χόμπι, απόθεμα, σανίδωμα, συσσώρευση, αποθησαύριση, αποθησαύρισης, επί κερδοσκοπία αποθεματοποίησης
Traduções: δεντρογέρακας, ενασχόληση, κομπόδεμα, χόμπι, απόθεμα, σανίδωμα, συσσώρευση, αποθησαύριση, αποθησαύρισης, επί κερδοσκοπία αποθεματοποίησης