Ameno em grego
Tradução: ameno, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
πράος, ήπιος, απαλός, μαλακός, ευγενικός, γλυκός, τρυφερός, καραμέλα, ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο, ευχάριστες, ευχάριστα
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: ameno
ameno era lyrics, ameno dori me, ameno meaning, ameno era, ameno sinonimo, ameno dicionário de língua grego, ameno em grego
Traduções
- ameixa em grego - λεηλατώ, δαμάσκηνο, δαμάσκηνου, δαμάσκηνων, δαμάσκηνα, δαμασκήνων
- amendoim em grego - απίδι, αχλάδι, φυστίκι, φιστίκι, φυστικέλαιο, αραχιδέλαιο, φυστικιών
- amido em grego - άμυλο, κολλαρίζω, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο
- amiga em grego - φίλοι, φίλη, φίλος, φιλικός, φιλενάδα, τη φίλη, κοπέλα, ...
Palavras aleatórias
Ameno em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: πράος, ήπιος, απαλός, μαλακός, ευγενικός, γλυκός, τρυφερός, καραμέλα, ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο, ευχάριστες, ευχάριστα
Traduções: πράος, ήπιος, απαλός, μαλακός, ευγενικός, γλυκός, τρυφερός, καραμέλα, ευχάριστος, ευχάριστη, ευχάριστο, ευχάριστες, ευχάριστα