Arguto em grego
Tradução: arguto, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
ασύλληπτος, φευγαλέος, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρός, πονηρή
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: arguto
arguto uberlandia, arguto definizione, arguto distribuidora, arguto oilless bearings, arguto sinonimi, arguto dicionário de língua grego, arguto em grego
Traduções
- argumentar em grego - επιχειρηματολογώ, διαπληκτίζομαι, διαφωνώ, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, ...
- argumentação em grego - δήλωση, κατάσταση, λογομαχία, επιχείρημα, διαφωνία, επιχειρηματολογία, επιχειρήματα, ...
- arisco em grego - ξινός, σκληρός, δριμύς, άγριος, σκυθρωπός, άσχημος, τραχύς, ...
- aristocracia em grego - αριστοκρατία, αριστοκρατίας, αριστοκράτες, της αριστοκρατίας, την αριστοκρατία
Palavras aleatórias
Arguto em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: ασύλληπτος, φευγαλέος, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρός, πονηρή
Traduções: ασύλληπτος, φευγαλέος, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρός, πονηρή