Carência em grego
Tradução: carência, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
απαιτώ, ζήτηση, απαίτηση, έλλειψη, χρειάζομαι, ελάττωμα, υστέρημα, ζητώ, ανάγκη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: carência
carência de vitamina d, carência económica, carência afetiva, carência vitamina d sintomas, carência química de oxigénio, carência dicionário de língua grego, carência em grego
Traduções
- carvalhos em grego - βελανιδιά, δρύινος, βελανιδιές, δρυς, βαλανιδιές, δρυός, βελανιδιών
- carácter em grego - κατάσταση, προσωπικότητα, πάθηση, χαρακτήρας, ποιότητα, φύση, χαρακτήρα, ...
- casa em grego - τοποθετώ, μέρος, τόπος, σπίτι, οίκος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, ...
- casaco em grego - καζάκα, μανδύας, παλτό, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, το παλτό
Palavras aleatórias
Carência em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: απαιτώ, ζήτηση, απαίτηση, έλλειψη, χρειάζομαι, ελάττωμα, υστέρημα, ζητώ, ανάγκη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
Traduções: απαιτώ, ζήτηση, απαίτηση, έλλειψη, χρειάζομαι, ελάττωμα, υστέρημα, ζητώ, ανάγκη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις