Companheiro em grego
Tradução: companheiro, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
φίλος, συσχετίζω, τύπος, αδερφός, φιλαράκος, άντρας, κολλητός, αδελφός, εξοικειωμένος, συνάδελφος, συνέταιρος, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: companheiro
companheiro sinonimos, companheiro de daniela ruah, companheiro diogo infante, companheiro vasco letra, companheiro em ingles, companheiro dicionário de língua grego, companheiro em grego
Traduções
- compadecer em grego - αίσθημα, συμπαθώ, συμπάθεια, κατανοώ, συμπαθήσει, με συμπάθεια
- compaixão em grego - συμπάθεια, συμπόνια, οίκτος, συμπόνιας, τη συμπόνια, ευσπλαχνία
- companhia em grego - παρέα, θίασος, ομήγυρη, σχέση, εταιρία, εταιρεία, εταιρείας, ...
- comparar em grego - παραβάλλω, συγκρίνω, συγκρίνετε, κάνετε συγκρίσεις, συγκρίνετε τις, συγκρίσεις
Palavras aleatórias
Companheiro em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: φίλος, συσχετίζω, τύπος, αδερφός, φιλαράκος, άντρας, κολλητός, αδελφός, εξοικειωμένος, συνάδελφος, συνέταιρος, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Traduções: φίλος, συσχετίζω, τύπος, αδερφός, φιλαράκος, άντρας, κολλητός, αδελφός, εξοικειωμένος, συνάδελφος, συνέταιρος, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός