Competitividade em grego
Tradução: competitividade, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
καταπολεμώ, μάχη, μάχομαι, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ανταγωνιστικότητά, ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, την ανταγωνιστικότητά, ανταγωνιστικό προβάδισμα
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: competitividade
competitividade das empresas investimento e produtividade, competitividade em portugal, competitividade das empresas, competitividade territorial, competitividade economica, competitividade dicionário de língua grego, competitividade em grego
Traduções
- competidor em grego - αντίζηλος, διαγωνισμός, διαγωνιζόμενος, παραβγαίνω, αντίπαλος, συναγωνισμός, ανταγωνιστής, ...
- competir em grego - διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
- competição em grego - διαγωνισμός, συναγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό
- competência em grego - κύρος, εξουσία, αυθεντία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, ...
Palavras aleatórias
Competitividade em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: καταπολεμώ, μάχη, μάχομαι, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ανταγωνιστικότητά, ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, την ανταγωνιστικότητά, ανταγωνιστικό προβάδισμα
Traduções: καταπολεμώ, μάχη, μάχομαι, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ανταγωνιστικότητά, ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, την ανταγωνιστικότητά, ανταγωνιστικό προβάδισμα