Concorrer em grego
Tradução: concorrer, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: concorrer
concorrer a guarda prisional, concorrer quem quer ser milionario, concorrer a psp, concorrer policia judiciaria, concorrer a universidade maiores de 23, concorrer dicionário de língua grego, concorrer em grego
Traduções
- concordar em grego - αποδέχομαι, αμπάρι, συγκατανεύω, συμφωνώ, αρμονία, ομόνοια, κρατώ, ...
- concorde em grego - συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
- concorrência em grego - διαγωνισμός, αντιπαράθεση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, ...
- concretizar em grego - υλοποιηθούν, υλοποιηθεί, υλοποιήσει, υλοποιούμε, υλοποιήθηκε
Palavras aleatórias
Concorrer em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Traduções: διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται