Consinta em grego
Tradução: consinta, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
αποδέχομαι, συναινέσεις, συναινεί, συγκαταθέσεις, συγκατάθεση, συγκατατίθεται
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: consinta
definir consinta, consinta dicionário de língua grego, consinta em grego
Traduções
- consignar em grego - αποστέλλω, προσχώνω, ίζημα, επαναθέτω, στέλνω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, ...
- consignatário em grego - παραλήπτης, παραλήπτη, αποδέκτη, του παραλήπτη
- consista em grego - αποτελείται, συνίσταται, αποτελείται από, περιλαμβάνει, απαρτίζεται
- consistente em grego - συμπαγής, στάβλος, στερεός, εδραίος, συνεπής, σταθερός, εταιρία, ...
Palavras aleatórias
Consinta em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: αποδέχομαι, συναινέσεις, συναινεί, συγκαταθέσεις, συγκατάθεση, συγκατατίθεται
Traduções: αποδέχομαι, συναινέσεις, συναινεί, συγκαταθέσεις, συγκατάθεση, συγκατατίθεται