Decisivo em grego
Tradução: decisivo, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Outras línguas
Palavras relacionadas: decisivo
decisivo cristo rei, decisivo curitiba, decisivo colégio, decisivo comendador, decisivo pré vestibular, decisivo dicionário de língua grego, decisivo em grego
Traduções
- decifração em grego - απόφαση, αποκρυπτογράφηση, αποκρυπτογράφησης, την αποκρυπτογράφηση, αποκρυπτογραφήσεως, η αποκρυπτογράφηση
- decimo em grego - δέκατος, δέκατο, δέκατη, δέκατης, δέκατου
- decisão em grego - κατάστρωμα, λήξη, αποφασιστικότητα, απόφαση, συμπέρασμα, τέλος, απόφασης, ...
- decisões em grego - αποφασιστικότητα, λήξη, τέλος, απόφαση, συμπέρασμα, αποφάσεις, αποφάσεων, ...
Palavras aleatórias
Decisivo em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Traduções: αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό