Disputar em grego
Tradução: disputar, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
διαφωνώ, διεκδικώ, διαπληκτίζομαι, διαφωνία, διένεξη, επιχειρηματολογώ, διαμάχη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: disputar
disputar dicionário de língua grego, disputar em grego
Traduções
- disposto em grego - πανέτοιμος, έτοιμος, πρόθυμος, πρόθυμοι, διατεθειμένοι, πρόθυμη, διατεθειμένη
- disputa em grego - καυγαδίζω, καβγάς, διαφωνία, διαφορά, διεκδικώ, διένεξη, καυγάς, ...
- dissecar em grego - διαμελίζω, ανατέμνω, Ανατέμνουμε, τεμαχίσει, ανατομή
- dissimular em grego - καταδαπανώ, απόκρυψη, αποκρύψει, αποκρύψουν, κρύβουν, κρύψει
Palavras aleatórias
Disputar em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: διαφωνώ, διεκδικώ, διαπληκτίζομαι, διαφωνία, διένεξη, επιχειρηματολογώ, διαμάχη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών
Traduções: διαφωνώ, διεκδικώ, διαπληκτίζομαι, διαφωνία, διένεξη, επιχειρηματολογώ, διαμάχη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών