Elevar em grego
Tradução: elevar, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
σηκώνω, αγρόκτημα, πισινός, υψώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, προσκομίζω, ασανσέρ, παράγω, ανυψώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: elevar
elevar a auto estima, elevar ao quadrado no word, elevar 40, elevar a fasquia, elevar ao cubo, elevar dicionário de língua grego, elevar em grego
Traduções
- elevado em grego - μεγαλειώδης, περήφανος, ψηλός, υπερόπτης, μεγαλοπρεπής, καμαρωτός, υψηλός, ...
- elevador em grego - φωτίζω, έντεκα, φωτερός, ανάβω, ασανσέρ, ξανθός, υψώνω, ...
- elfo em grego - ξωτικό, Elf, η Elf, το ξωτικό, την Elf
- eliminador em grego - αναστηλώνω, ανεγείρω, γόμα, ορθώνω, εξολοθρευτή, απαγωγής, εξάλειψης, ...
Palavras aleatórias
Elevar em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: σηκώνω, αγρόκτημα, πισινός, υψώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, προσκομίζω, ασανσέρ, παράγω, ανυψώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Traduções: σηκώνω, αγρόκτημα, πισινός, υψώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, προσκομίζω, ασανσέρ, παράγω, ανυψώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση