Em em grego
Tradução: em, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
άνευ, ανοιχτός, εντός, εγκαινιάζω, ανά, ανοίγω, ανοικτός, κάθε, πάνω, χωρίς, ασήμαντος, σε, μέσα, αντιλαμβάνομαι, διαβλέπω, στο, στην, στη, στον
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: em
em familia capitulo 2, em familia capitulo 7, em familia capitulo 6, em familia elenco, em contacto, em dicionário de língua grego, em em grego
Traduções
- elucidar em grego - διαλανθάνω, διαφεύγω, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, διαφωτίσει, διαλεύκανση, διαλευκανθεί, ...
- elástico em grego - αγκώνας, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
- emanar em grego - απελευθερώνω, απορρέω, χειραφετώ, προέρχονται, απορρέουν, προέρχεται, πηγάζουν, ...
- emancipar em grego - χειραφετώ, απελευθερώνω, ταριχεύω, χειραφετηθεί, χειραφετηθούν, απελευθερώσεις τις, χειραφετήσει
Palavras aleatórias
Em em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: άνευ, ανοιχτός, εντός, εγκαινιάζω, ανά, ανοίγω, ανοικτός, κάθε, πάνω, χωρίς, ασήμαντος, σε, μέσα, αντιλαμβάνομαι, διαβλέπω, στο, στην, στη, στον
Traduções: άνευ, ανοιχτός, εντός, εγκαινιάζω, ανά, ανοίγω, ανοικτός, κάθε, πάνω, χωρίς, ασήμαντος, σε, μέσα, αντιλαμβάνομαι, διαβλέπω, στο, στην, στη, στον