Emprego em grego
Tradução: emprego, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
σκοπός, ρόλος, άδειος, θώκος, πόστο, λειτουργία, λειτουργώ, δεξίωση, εργασία, δοκάρι, χρησιμοποιώ, ταχυδρομώ, γραφείο, χρήση, σταθμός, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: emprego
emprego lisboa, emprego aveiro, emprego sapo, emprego online, emprego braga, emprego dicionário de língua grego, emprego em grego
Traduções
- empregador em grego - εργοδότης, εργασία, εργοδότη, τον εργοδότη, του εργοδότη, εργοδοτών
- empregar em grego - χρησιμοποιώ, αιτούμαι, εφαρμόζω, χρήση, βάζω, απασχολούν, χρησιμοποιούν, ...
- empregue em grego - μισθωτούς, μισθωτών, μισθωτή, μισθωτός, μισθωτοί
- empreitada em grego - ρυτίδα, υπόθεση, επιχείρηση, παρατάσσω, επάγγελμα, δουλειές, επενδύω, ...
Palavras aleatórias
Emprego em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: σκοπός, ρόλος, άδειος, θώκος, πόστο, λειτουργία, λειτουργώ, δεξίωση, εργασία, δοκάρι, χρησιμοποιώ, ταχυδρομώ, γραφείο, χρήση, σταθμός, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Traduções: σκοπός, ρόλος, άδειος, θώκος, πόστο, λειτουργία, λειτουργώ, δεξίωση, εργασία, δοκάρι, χρησιμοποιώ, ταχυδρομώ, γραφείο, χρήση, σταθμός, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας