Fingir em grego
Tradução: fingir, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
καταδαπανώ, προσποιούμαι, ισχυρίζομαι, προσποιούνται, προσποιούμαστε, υποκρινόμαστε
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: fingir
fingir gravidez, fingir que está tudo bem, fingir conjugação, fingir ou fingir, fingir ingles, fingir dicionário de língua grego, fingir em grego
Traduções
- fincar em grego - φυτεύω, εργοστάσιο, φυτό, έβαλε κάτω, βάλει κάτω, βάλετε κάτω, βάλουν κάτω, ...
- fineza em grego - λεπτότητα, λεπτότητας, καθαρότητας, λεπτότητος, τη λεπτότητα
- finja em grego - προσποιούμαι, συνάδελφος, χαριτωμένος, επιτηδεύομαι, άντρας, τύπος, ισχυρίζομαι, ...
- finlandês em grego - έλατο, φινλανδικός, Φινλανδική, φινλανδικής, φινλανδικές, Φινλανδικά
Palavras aleatórias
Fingir em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: καταδαπανώ, προσποιούμαι, ισχυρίζομαι, προσποιούνται, προσποιούμαστε, υποκρινόμαστε
Traduções: καταδαπανώ, προσποιούμαι, ισχυρίζομαι, προσποιούνται, προσποιούμαστε, υποκρινόμαστε