Hábil em grego
Tradução: hábil, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
ικανός, ξαφρίζω, σβέλτος, καλός, προχωρημένος, αγαθός, επιτήδειος, έντεχνος, εμπειρογνώμονας, έξυπνος, επιδέξιος, ειδικός, εμπειρογνώμων, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: hábil
hábil pessoal + veículos, hábil empresarial 6.9, hábil engenharia, hábil pessoal, hábil administração de bens ltda, hábil dicionário de língua grego, hábil em grego
Traduções
- hungria em grego - πείνα, Ουγγαρία, Ουγγαρίας, hungary, την Ουγγαρία, της Ουγγαρίας
- há em grego - εκεί, υπάρχουν, υπάρχει, υφίσταται, υπάρξει
- hábito em grego - συνήθεια, έθιμο, χρήση, έξη, παράδοση, συνήθειας, συνήθεια να, ...
- hálito em grego - άρωμα, μυρωδιά, μυρίζω, αναπνοή, ανάσα, αναπνοής, την αναπνοή, ...
Palavras aleatórias
Hábil em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: ικανός, ξαφρίζω, σβέλτος, καλός, προχωρημένος, αγαθός, επιτήδειος, έντεχνος, εμπειρογνώμονας, έξυπνος, επιδέξιος, ειδικός, εμπειρογνώμων, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Traduções: ικανός, ξαφρίζω, σβέλτος, καλός, προχωρημένος, αγαθός, επιτήδειος, έντεχνος, εμπειρογνώμονας, έξυπνος, επιδέξιος, ειδικός, εμπειρογνώμων, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο