Haver em grego
Tradução: haver, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
πίστωση, διαδραματίζω, κρατώ, αμπάρι, παραλαμβάνω, έχω, ευκατάστατος, αποκτώ, πλούσιος, βρίσκομαι, είμαι, λαμβάνω, παίρνω, διανύω, συμβαίνω, εύπορος, είναι, να, να είναι, ήταν
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: haver
haverconta, haver & boecker, haver ou a ver, haver significado, haver plural, haver dicionário de língua grego, haver em grego
Traduções
- haste em grego - ραβδί, στείρα, τρωκτικό, στέλεχος, μίσχος, κοντάρι, βέργα, ...
- havaiano em grego - γεράκι, Χαβάης, της Χαβάης, hawaiian, Χαβάη, Χαβανέζικη
- helicóptero em grego - ελικόπτερο, πέλεκας, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, του ελικοπτέρου
- hemisfério em grego - ημισφαίριο, κότα, ημισφαιρίου
Palavras aleatórias
Haver em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: πίστωση, διαδραματίζω, κρατώ, αμπάρι, παραλαμβάνω, έχω, ευκατάστατος, αποκτώ, πλούσιος, βρίσκομαι, είμαι, λαμβάνω, παίρνω, διανύω, συμβαίνω, εύπορος, είναι, να, να είναι, ήταν
Traduções: πίστωση, διαδραματίζω, κρατώ, αμπάρι, παραλαμβάνω, έχω, ευκατάστατος, αποκτώ, πλούσιος, βρίσκομαι, είμαι, λαμβάνω, παίρνω, διανύω, συμβαίνω, εύπορος, είναι, να, να είναι, ήταν