Imortalizar em grego
Tradução: imortalizar, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
άτρωτος, απρόσβλητος, αποθανατίζω, αθανατοποιούν, αθανατοποιήσει, αθανατοποιήσουν, απαθανατίσει
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: imortalizar
imortalizado significado, imortalizar um momento, imortalizar sinónimos, imortalizar-se, como imortalizar celulas, imortalizar dicionário de língua grego, imortalizar em grego
Traduções
- imobilizar em grego - ακινητοποιώ, ακινητοποιήσει, ακινητοποιεί, την ακινητοποίηση, ακινητοποιούν
- imolar em grego - θυσιάζω, θυσίαζε, τον θυσίαζε
- impar em grego - λυγμός, ανύπαντρος, μόνος, λαχανιάζω, μονόκλινος, σοσιαλισμός, μονός, ...
- imparcial em grego - εξωθώ, αμερόληπτος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου
Palavras aleatórias
Imortalizar em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: άτρωτος, απρόσβλητος, αποθανατίζω, αθανατοποιούν, αθανατοποιήσει, αθανατοποιήσουν, απαθανατίσει
Traduções: άτρωτος, απρόσβλητος, αποθανατίζω, αθανατοποιούν, αθανατοποιήσει, αθανατοποιήσουν, απαθανατίσει