Licença em grego
Tradução: licença, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
παραιτούμαι, φεύγω, διαπράττω, συντρίβω, επιτρέπω, άδεια, γλείφω, παρατάω, νικώ, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: licença
licença parental alargada, licença de casamento, licença de uso e porte de arma, licença de maternidade, licença de paternidade, licença dicionário de língua grego, licença em grego
Traduções
- libélula em grego - οχετός, στραγγίζω, Dragonfly, λιβελούλη, λιβελούλα, λιβελλούλης, λιβελούλας
- licenciar em grego - επιτρέπω, άδεια, διαπράττω, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
- licor em grego - εγκάρδιος, λικέρ, λικέρ που, liqueur, ηδύποτο
- lidar em grego - εργάτης, αλέθω, σκάβω, καταπολεμώ, κέντρισμα, νύξη, τουαλέτα, ...
Palavras aleatórias
Licença em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: παραιτούμαι, φεύγω, διαπράττω, συντρίβω, επιτρέπω, άδεια, γλείφω, παρατάω, νικώ, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Traduções: παραιτούμαι, φεύγω, διαπράττω, συντρίβω, επιτρέπω, άδεια, γλείφω, παρατάω, νικώ, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό