Novo em grego
Tradução: novo, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
νέος, νέα, φρέσκος, μικρός, μυθιστόρημα, καινοφανής, ειδήσεις, νωπός, δροσερός, ζωντανός, καινούριος, νεαρός, νέο, νέων, νέες
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: novo
novo atalho, novo dono, novo acordo ortográfico, novo cpc, novo classe c, novo dicionário de língua grego, novo em grego
Traduções
- noventa em grego - ενενήντα, των ενενήντα, σε ενενήντα, από ενενήντα, ενενήκοντα
- novilho em grego - μοσχάρι, γάμπα, μόσχου, μοσχαριού, μόσχων, μόσχος
- noz em grego - καρύδι, παξιμάδι, καρυδιά, ξύλο καρυδιάς, καρυδιάς, καρυδιές
- noção em grego - αντίληψη, ιδέα, έννοια, έννοιας, άποψη
Palavras aleatórias
Novo em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: νέος, νέα, φρέσκος, μικρός, μυθιστόρημα, καινοφανής, ειδήσεις, νωπός, δροσερός, ζωντανός, καινούριος, νεαρός, νέο, νέων, νέες
Traduções: νέος, νέα, φρέσκος, μικρός, μυθιστόρημα, καινοφανής, ειδήσεις, νωπός, δροσερός, ζωντανός, καινούριος, νεαρός, νέο, νέων, νέες