Obreiro em grego
Tradução: obreiro, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
δίνω, κοπιαστικός, άποψη, παραδίνω, πολύμοχθος, δείκτης, γνώμη, χέρι, εργάτης, γνωμάτευση, εγχειρίδιο, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: obreiro
obreiro aprovado livro, obreiro em foco 2014, obreiro aprovado, obreiro de deus, obreiro em foco ao vivo, obreiro dicionário de língua grego, obreiro em grego
Traduções
- objecções em grego - αντίρρηση, αντιρρήσεις, ενστάσεις, αιτιάσεων, αιτιάσεις
- oblíqua em grego - πλάγιος, λοξός, ύπουλος, δόλιος, λοξή, λοξό, λοξές
- obrigado em grego - που, εκείνος, σας ευχαριστώ, σας ευχαριστήσω, ευχαριστώ, σας ευχαριστούμε, ευχαριστούμε
- obrigar em grego - βία, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, δυσνόητος, κρύβω, δύναμη, σκοτεινός, ...
Palavras aleatórias
Obreiro em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: δίνω, κοπιαστικός, άποψη, παραδίνω, πολύμοχθος, δείκτης, γνώμη, χέρι, εργάτης, γνωμάτευση, εγχειρίδιο, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
Traduções: δίνω, κοπιαστικός, άποψη, παραδίνω, πολύμοχθος, δείκτης, γνώμη, χέρι, εργάτης, γνωμάτευση, εγχειρίδιο, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων