Orçar em grego
Tradução: orçar, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
αναλογία, υπολογίζω, λογαριάζω, εκτιμώ, τιμή, αξιολογώ, προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: orçar
orçar sinonimo, orçar vela, orçar significado, orçar e arribar, orçar ou orçamentar, orçar dicionário de língua grego, orçar em grego
Traduções
- orvalho em grego - δροσιά, δρόσου, δροσιάς, δρόσο, τη δροσιά
- orçamento em grego - προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
- os em grego - αυτούς, αυτές, θέμα, αυτά, ο, η, το, ...
- oscilar em grego - ταλαντώνομαι, κούνια, swing, ταλάντευση, εξέλιξη, ταλάντευσης
Palavras aleatórias
Orçar em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: αναλογία, υπολογίζω, λογαριάζω, εκτιμώ, τιμή, αξιολογώ, προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
Traduções: αναλογία, υπολογίζω, λογαριάζω, εκτιμώ, τιμή, αξιολογώ, προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό