Pesquisar em grego
Tradução: pesquisar, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
εξερευνώ, αναζήτηση, βλέπω, έρευνα, εξετάζω, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, της έρευνας
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: pesquisar
pesquisar matriculas, pesquisar imagens, pesquisar por imagem, pesquisar codigo postal, pesquisar empresas, pesquisar dicionário de língua grego, pesquisar em grego
Traduções
- peso em grego - απόκοσμος, βάρος, αλλόκοτος, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
- pesquisa em grego - έρευνα, εξερεύνηση, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
- pessoa em grego - πρόσωπο, άνθρωπος, ανθρώπινος, άτομο, ατομικός, θνητός, προσωπικός, ...
- pessoal em grego - της], δύναμη, βία, άτομο, εξαναγκάζω, προσωπικό, ατομικός, ...
Palavras aleatórias
Pesquisar em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: εξερευνώ, αναζήτηση, βλέπω, έρευνα, εξετάζω, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, της έρευνας
Traduções: εξερευνώ, αναζήτηση, βλέπω, έρευνα, εξετάζω, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, της έρευνας