Pessoal em grego
Tradução: pessoal, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
της], δύναμη, βία, άτομο, εξαναγκάζω, προσωπικό, ατομικός, προσωπικός, προσωπικότητα, κατέχω, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: pessoal
pessoal e transmissível, pessoal form, pessoal não docente, pessoal da corda, pessoal sinonimos, pessoal dicionário de língua grego, pessoal em grego
Traduções
- pesquisar em grego - εξερευνώ, αναζήτηση, βλέπω, έρευνα, εξετάζω, έρευνας, την έρευνα, ...
- pessoa em grego - πρόσωπο, άνθρωπος, ανθρώπινος, άτομο, ατομικός, θνητός, προσωπικός, ...
- peste em grego - πανώλης, πανούκλα, πληγή, μάστιγα, πανώλη
- petição em grego - παράκληση, ζητώ, παρακαλώ, αναφορά, αίτηση, αναφοράς, την αναφορά, ...
Palavras aleatórias
Pessoal em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: της], δύναμη, βία, άτομο, εξαναγκάζω, προσωπικό, ατομικός, προσωπικός, προσωπικότητα, κατέχω, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
Traduções: της], δύναμη, βία, άτομο, εξαναγκάζω, προσωπικό, ατομικός, προσωπικός, προσωπικότητα, κατέχω, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων